- εὐέργεια
- εὐέργ-εια, [dialect] Ion. [suff] εὐεργ-είη, ἡ, = sq.1, AP15.34 ([place name] Arethas).2 ease of a surgical operation, Orib.45.18.14.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευέργεια — εὐέργεια και ιων. τ. εὐεργείη, ἡ (Α) [ευεργής] 1. ευεργεσία 2. η ευχέρεια στο να κάνει κάποιος κάτι, η ευκολία … Dictionary of Greek
εὐεργείας — εὐεργείᾱς , εὐέργεια ease fem acc pl εὐεργείᾱς , εὐέργεια ease fem gen sg (attic doric aeolic) εὐεργείᾱς , εὐέργεια ease fem acc pl εὐεργείᾱς , εὐέργεια ease fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐεργείης — εὐέργεια ease fem gen sg (epic ionic) εὐέργεια ease fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐέργειαν — εὐέργεια ease fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)